- σβεστήρας
- ο / σβεστήρ, -ῆρος, ΝΑ, και εσφ. τ. σβυστήραςνεοελλ.1. πυροσβεστήρας2. σβηστήρι, γομολάστιχααρχ.(για πρόσ.) αυτός που σβήνει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ- τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι* + επίθημα -τήρ (πρβλ. καυσ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.